- σταθμοδοσία
- σταθμο-δοσία, ἡ,A billeting,
τῶν στρατιωτῶν PHal.1.167
(iii B.C.), cf. PEnteux.11.3, 12.9 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν στρατιωτῶν PHal.1.167
(iii B.C.), cf. PEnteux.11.3, 12.9 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμοδοσία — ἡ, Α [σταθμοδότης] η κατανομή τών στρατιωτών στα διάφορα καταλύματα … Dictionary of Greek